- κονιορτοθύελλα
- ηθερμός ισχυρός άνεμος που μεταφέρει μεγάλη ποσότητα σκόνης και άμμου.[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιορτός + θύελλα. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαρματάν — το, Ν άκλ. (μετεωρ.) πολύ ξηρός και θερμός άνεμος που πνέει στη νότια Σαχάρα από βορειοανατολικές ή ανατολικές κατευθύνσεις, κυρίως τον χειμώνα, και ο οποίος κατά κανόνα παρασύρει τεράστιες ποσότητες σκόνης, τις οποίες μεταφέρει σε αποστάσεις… … Dictionary of Greek